- λυγαία
- λῡγαί̱ᾱ , λυγαῖοςshadowyfem nom/voc/acc dualλῡγαί̱ᾱ , λυγαῖοςshadowyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λύγαια — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰ περὶ ταῑς χερσὶ ψέλλια». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λύγος* + κατάλ. αιος] … Dictionary of Greek
λυγαῖα — λῡγαῖα , λυγαῖος shadowy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυγαίος — (I) λυγαῑος, αία, ον (Α) [λύγη] 1. σκοτεινός, σκούρος, σκιερός, σκιώδης («ὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ», Σοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λυγαία ονομασία μιας πόας. επίρρ... λυγαίως (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινῶς, ἀσαφῶς, λεληθότως». (II) ο ζωολ.… … Dictionary of Greek